ντεβανκάρι

ντεβανκάρι
γλωσσ. γραφή των θεών, γραφή που χρησιμοποιείται για τη σανσκριτική και για μερικές άλλες ινδικές γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ινδ. devanāgarī < deva «θεός» + nāgarī «είδος αλφαβήτου» (< αρχ. ινδ. nagara «πόλη»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”